- ετερογένεια
- η1. η ιδιότητα τού ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε άλλο γένος, η ανομοιομορφία2. το βιολογικό φαινόμενο εναλλαγής γενεάς, η ετερογένεση3. γένεση όντων από άτομα άλλου είδους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogeny < heterogenous (πρβλ. ετερογενής)].
Dictionary of Greek. 2013.